- υλίτης
- ή ὑλήτις ή ὑλήτης ή ὑλητήρ Α(κατά τον Ησύχ.) είδος οίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ίτης / -τής / -τήρ (πρβλ. σελιν-ίτης), πιθ. είδος οίνου που έχει υποστεί διήθηση (ὕλη «κατακάθι»). Ο τ. ὑλήτις έχει διορθωθεί σε ὑλίτης].
Dictionary of Greek. 2013.