υλίτης

υλίτης
ή ὑλήτις ή ὑλήτης ή ὑλητήρ Α
(κατά τον Ησύχ.) είδος οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ίτης / -τής / -τήρ (πρβλ. σελιν-ίτης), πιθ. είδος οίνου που έχει υποστεί διήθηση (ὕλη «κατακάθι»). Ο τ. ὑλήτις έχει διορθωθεί σε ὑλίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υλήτης — Α βλ. ὑλίτης …   Dictionary of Greek

  • υλήτις — Α βλ. ὑλίτης …   Dictionary of Greek

  • υλητήρ — ῆρος, ὁ Α βλ. ὑλίτης …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”